- ακροπλοος
- ἀκρόπλοοςἀκρό-πλοοςстяж. ἀκρόπλους 2плавающий сверху Plut.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ἀκρόπλοος — swimming at the top masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκρόπλοα — ἀκρόπλοος swimming at the top neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκρόπλοοι — ἀκρόπλοος swimming at the top masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακρόπλους — ἀκρόπλους, ουν (ασυναίρ. πλοος, πλοον) (Α) 1. αυτός που πλέει στην επιφάνεια, που περνώντας μόλις αγγίζει την επιφάνεια τού νερού 2. επιφανειακός, επιπόλαιος «νόος ἀκρόπλοος καὶ ἀβέβαιος» (Ιπποκρ. Επιστ. 18). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο (Ι) + πλοῡς] … Dictionary of Greek